ωτομύκωση

ωτομύκωση
η, Ν
ιατρ. βλ. ωτομυκητίαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωτομυκητίαση — και ωτομύκωση, η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού έξω ακουστικού πόρου και τού τυμπάνου τού αφτιού οφειλόμενη σε μύκητες, εξωτερική παρασιτική ωτίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + μυκητίαση. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. otomycose] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”